παραλληλεπίπεδο

παραλληλεπίπεδο
Πολύεδρο του οποίου η επιφάνεια αποτελείται από τρία ζεύγη παράλληλων μεταξύ τους εδρών (βλ. σχήμα). Κάθε π. έχει 8 κορυφές, που διακρίνονται σε τέσσερα ζεύγη απέναντι κορυφών (βλ. σχήμα: A, C’, Β, D’, C, A’ και D, B’). Οι έδρες του π. είναι παραλληλόγραμμα· οι πλευρές τους ονομάζονται ακμές του π. και είναι όλες 12. Οι απέναντι έδρες κάθε π. είναι ίσες. Κάθε ακμή π. είναι ίση με κάθε παράλληλο της ακμής του. Το ευθύγραμμο τμήμα κάθε δυο απέναντι κορυφών π. λέμε ότι είναι μια διαγώνιός του. Οι διαγώνιες του π. είναι τέσσερις, περνούν από το ίδιο σημείο (το κέντρο του π., στο σχήμα το Ο) και διχοτομούνται από αυτό. Κάθε π. με τις έδρες του ορθογώνια ονομάζεται ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο. Ειδικά, αν οι ακμές του είναι ίσες ονομάζεται κύβος. Αν α, β, γ είναι τα μήκη τριών ακμών ορθογωνίου π. από την ίδια κορυφή του, τότε ο όγκος του είναι α.β.γ (ή α χ β χ γ) και η επιφάνειά του 2 (αβ + βγ + γα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

  • ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… …   Dictionary of Greek

  • ρομβόεδρο — το, Ν 1. παραλληλεπίπεδο τού οποίου οι έδρες είναι ρόμβοι 2. (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή τού τριγωνικού συστήματος που αποτελείται από ένα παραλληλεπίπεδο με έξι ομοιόμορφες έδρες σε σχήμα ρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • διαγώνιος — Η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές σε ένα πολύγωνο. Ένα πολύγωνο με n πλευρές έχει n(n 3)/2 δ., γιατί από κάθε κορυφή ξεκινούν n 3 δ., αλλά αν πάρουμε κάθε κορυφή με τη σειρά της, αριθμούμε κάθε δ. δύο φορές. Στο τετράγωνο ο λόγος της… …   Dictionary of Greek

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλεπίπεδος — η, ο / παραλληλεπίπεδος, ον, ΝΑ 1. (για στερεό) αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες παράλληλες μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλεπίπεδο μαθημ. πρίσμα τού οποίου οι βάσεις είναι παραλληλόγραμμα αρχ. φρ. «παραλληλεπίπεδος ἀριθμός» γινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”